- σεισματίας
- σεισματίᾱς , σεισματίαςshakingmasc acc plσεισματίᾱς , σεισματίαςshakingmasc nom sg (attic epic doric aeolic)σεισματίᾱς , σεισματίηςmasc acc plσεισματίᾱς , σεισματίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.