σεισματίας

σεισματίας
σεισματίᾱς , σεισματίας
shaking
masc acc pl
σεισματίᾱς , σεισματίας
shaking
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
σεισματίᾱς , σεισματίης
masc acc pl
σεισματίᾱς , σεισματίης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεισματίας — ὁ, Α 1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση 2. φρ. «σεισματίας τάφος» τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σεισματίαν — σεισματίᾱν , σεισματίας shaking masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίας shaking masc acc sg σεισματίᾱν , σεισματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”